ἀντάξιος, -α, -ον
• Morfología: [tb. -ος, -ον Theoc.17.114]


1 que vale tanto como, equivalente a, digno de c. gen. οὐ γὰρ ἐμοὶ ψυχῆς ἀντάξιον pues no hay (nada) que valga tanto como mi vida, Il.9.401, ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀ. ἄλλων Il.11.514, cf. Pl.Plt.297e, Luc.Deor.Con.6, ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ... ἀ. Hdt.7.103, de una pirámide πολλῶν ... Ἑλληνικῶν ἔργων καὶ μεγάλων Hdt.2.148, ἡ πόλις ἀ. σου ἐλεύσιος Hp.Ep.10, ὁ μὲν γὰρ ἑνός, ὁ δὲ πολλῶν ἀ. Pl.Lg.730d, πᾶς ... χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀ. Pl.Lg.728a, πολλῶν οἰκετῶν οἶμαι ἀντάξιον εἶναι X.Mem.2.10.3, δωτίναν ἀντάξιον ... τέχνας Theoc.17.114, οὐδὲ γὰρ κυνὸς ἀ. οὐδ' ὄνου ... δειλὸς ἀνὴρ καὶ ἄναλκις Plu.2.32f, πάντων ἀντάξιον ... τῶν ἄλλων Aristid.1.182, τὸ θεραπεύεν τὼς θεώς, βασιλέως ἀντάξιον Diotog.2, τὰς ἁρπαγὰς ἀνταξίας τῶν κινδύνων D.C.36.16.3, φανεῖσθαι δ' αὐτῷ παντὸς ἀντάξιον ἀγαθοῦ I.AI 1.292, ἑνὸς πλέθρου κἂν χιλίων ἀνταξίου γενομένου I.AI 5.78, ἀ. σωτηρίας μισθόν Clem.Al.Prot.9.85.4, cf. Hsch.

2 proporcionado a, propio de c. dat. ἀνταξίας ἀμοιβὰς αὐτῷ compensaciones adecuadas para él, MAMA 8.421.24 (Afrodisias), ἀνδρὶ δὲ ἐλευθέρῳ ... οὐκ ἀνταξίαν ... τὴν ὕβριν Ael.VH 12.62.

3 de estimable valor, suficiente abs. ὅπως ἀντάξιον ἔσται Il.1.136, φωναί Epicur.Fr.[119] 12.