< ἀντάξιος
ἈνταϜονειος >
ἀνταξιόω
pedir a su vez
τὰ ἴσα νέμων τὰ ὁμοῖα ἀνταξιούτω
Th.6.16
•
c. doble ac.
ἀνταξιῶσαι δωρεὰν καὐτόν
Macho 228.