ἀντισήκωσις, -εως, ἡ
1 compensación
ἀ. γίνεταιHdt.4.50.
2 movimiento en sentido contrario
ἀντισηκώσεως δὲ οἷον ἐπὶ θάτερα πρὸς τὰ ἄριστα γενομένηςPlot.1.4.14.
ἀ. γίνεταιHdt.4.50.
ἀντισηκώσεως δὲ οἷον ἐπὶ θάτερα πρὸς τὰ ἄριστα γενομένηςPlot.1.4.14.