< ἀντισηκόω
ἀντισήκωσις >
ἀντισήκωμα
,
-ματος, τό
compensación
Eust.546.25
•
c. gen.
ψελλίων
SB
1962 (IV/V d.C.),
τῶν αὐτῶν νομισμάτων
PSI
238.10 (VI/VII d.C.).