ἀντιστάτης, -ου, ὁ
1 oponente, adversario
εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ' ἀντιστάταςA.Th.517,
ὄχλον ἀντιστάτηνde animales, Plu.2.1084b, cf. Lesb.Rh.2.15, Hsch.
2 viga vertical en una máquina de torsión, Hero Bel.91.9.
εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ' ἀντιστάταςA.Th.517,
ὄχλον ἀντιστάτηνde animales, Plu.2.1084b, cf. Lesb.Rh.2.15, Hsch.