< ἀντισπάω
ἀντισπόδιον >
ἀντισπεύδω
oponerse
,
contender contra
πρὸς ἐμέ
Antipho 1.7,
ἐκεῖνοι πᾶσι τοῖς ἐπιθυμήμασιν αὐτοῦ ἀντέσπευδον
D.C.59.13.3.