< ἀντιπεριτρέπω
ἀντιπεριφορά >
ἀντιπεριφέρω
llevar en torno en dirección contraria
fig.
ἀντιπεριφερόμεθα παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας
Leont.H.
Monoph
.M.86.1812C.