ἀντιπεριτρέπω
1 tr. en v. act. oponer a su vez
ἐγὼ ... ὑμῖν τοῦτό γε ἀντιπεριτρέψωZach.Mit.Opif.M.85.1088A.
2 intr. en v. med.-pas. volverse contra c. dat.
ἀντιπεριτραπείσης αὐτοῖς τῆς ἰδίας κακουργίαςLeont.H.Nest.M.86.1405A.
ἐγὼ ... ὑμῖν τοῦτό γε ἀντιπεριτρέψωZach.Mit.Opif.M.85.1088A.
ἀντιπεριτραπείσης αὐτοῖς τῆς ἰδίας κακουργίαςLeont.H.Nest.M.86.1405A.