< ἀντιπαρεξάγω
ἀντιπαρέξειμι >
ἀντιπαρεξαγωγή
,
-ῆς, ἡ
postura contraria
en una controversia, Plu.
Lib
.5,
πρὸς τοὺς Στωικούς
S.E.
M
.7.150.