< ἀντιληπτικός
ἀντιλήπτωρ >
ἀντιληπτός
,
-ή, -όν
1
perceptible
c. dat.
τῇ ἀφῇ
Alex.Aphr.
in Mete
.201.4,
τῇ ὄψει
Phlp.
in Ph
.417.16.
2
subst. τὰ ἀ.
los objetos sensibles
Plot.4.5.8.