ἀντιληπτικός, -ή, -όν
• Alolema(s): dór. -λᾱπ- Ti.Locr.50
A
•de la mano prensil Gal.3.109 (bis).
2 que aprehende, que percibe, sensible
δύναμιςdel alma, Chrysipp.Stoic.1.86, cf. 2.230,
ἡ γευστικὴ ... δύναμις ἀ.Alex.Aphr.de An.53.30
•c. gen.
τὰν δ' ἀκοὰν λόγων καὶ μελῶν ἀντιλαπτικὰν ἔφυσενTi.Locr.190c,
δύναμις ἀ. πληγῆς ἀέρος δι' ὠτόςPlu.2.98b,
χρωμάτωνPhld.Herc.19.18
•consciente
τῶν ἑαυτοῦ παθῶνS.E.P.1.70, cf. 97.
3 susceptible de c. gen.
ἀληθῶς γέγονεν ἄνθρωπος ἀντιληπτικὸς παθῶνIustin.Dial.98.1.
II auxiliador
(ἡ πίστις)Cyr.Al.M.73.553C.
III
δειλία ἀ. ὁρμῆςPl.Def.416a.
2 que se controla Ptol.Tetr.4.5.18.
B que es captado, sensible
φωνήThphr.Fr.89.3, cf. Cass.Pr.35
•
τὸ ἀ.Iambl.Comm.Math.8.
C adv. -ῶς conscientemente Hierocl.p.19.