< ἀντιδιαλέγομαι
ἀντιδιαλλάσσομαι >
ἀντιδιάλεξις
,
-εως, ἡ
sent. y l. dud.
Annuario
n.s. 3/5, 1948, 94.8 (Lemnos II a.C.).