< ἀντιδιάλεξις
ἀντιδιαλογίζεται >
ἀντιδιαλλάσσομαι
1
intercambiar
prisioneros
ἑτέρων σωμάτων
D.H.19.13.
2
de historiadores
disentir
en una narración
πρὸς ταῦτα
D.H.1.84.