ἀντιδιασταλτικός, -ή, -όν
1 distintivo en relación con la persona
ἐκφορπάA.D.Pron.24.13,
δεῖξιςA.D.Synt.97.17.
2 adv. -ῶς de manera distintiva
καὶ γενικὸν μὲν τὸ πρός τι λαμβάνεσθαι, ἰδικὸν δὲ <τὸ> ἀ.A.D.Pron.40.4.
ἐκφορπάA.D.Pron.24.13,
δεῖξιςA.D.Synt.97.17.
καὶ γενικὸν μὲν τὸ πρός τι λαμβάνεσθαι, ἰδικὸν δὲ <τὸ> ἀ.A.D.Pron.40.4.