ἀντιδιαιρέω
1 en v. act. distinguir por dicotomía
βαρβάρους πρὸς ἝλληναςStr.14.2.28,
ἀντιδιαιροῦντες τὸ σύνθετον τῷ ἁπλῷPlot.6.3.10, cf. Demetr.Lac.p.47, Phld.Oec.p.35, Iambl.Comm.Math.12
•en v. med. distinguirse oponiéndose
ταῦτα γὰρ ἀλλήλοις ἀντιδιῄρηται ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένουςArist.Cat.14b34, cf. Top.143a34,
οὐδὲ ἰσαξίως (τῶν κακῶν) ἀντιδιαιρουμένων τοῖς ἀγαθοῖςIambl.Myst.9.7, cf. Archyt.Fr.Sp.2 (1, p.567), Procl.Inst.5.
2 en v. med. distribuir
τροφὴν τοῖς νεύροιςTheo Gymn. en Gal.6.208.
3
ἀντιδιαιρεῖται· ἀντιμερίζεταιHsch.