< ἀντιδιαίρεσις
ἀντιδιαιρέω >
ἀντιδιαιρετικός
,
-ή, -όν
1
opuesto
,
contrastado en una dicotomía
διαφορὰ ἀ.
Dauid
in Porph
.214.13, 14.
2
que distingue
σημασία
Gr.Nyss.
Eun
.2.275.