< ἀντιβαίνω
Ἀντιβάκχου νῆσος >
ἀντιβάκχειος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
ἀντίβακχος
Ter.Maur.367
métr.
el antibaqueo
(
sc
. πούς) e.e. ¯¯˘¯˘˘ Diom.1.513.25, cf. Mar.Vict.p.207, Ter.Maur.l.c.