< ἀντεπισκώπτω
ἀντεπισπάω >
ἀντεπίσπαστος
,
-ον
atraído a su vez
,
buscado
ἀντεπίσπαστον ἐφ' ἑαυτοῖς ἐχόντων τὴν νόσον
Cyr.Al.M.73.1016A.