< ἀντεπικράτεια
ἀντεπικρύπτω >
ἀντεπικρατέω
dominar a su vez
c. gen.
ἄλλων
D.C.44.27.4
•
abs.
ἐρρωμένως ἀντεπεκράτησεν
se opuso poderosamente con éxito
Str.16.1.19.