< ἀντεπάγω
ἀντεπᾴδω >
ἀντεπαγωγή
,
-ῆς, ἡ
imposición
,
represalia
οὐ γὰρ ἐν ταῖς τῶν ἴσων ἀντεπαγωγαῖς τὸ τελείως ἐστὶν ἀγαθόν
Cyr.Al.M.74.589B.