< ἀντεξελαύνω
ἀντεξετάζω >
ἀντεξέρχομαι
salir contra
abs.
ἀντεξελθόντες οἵ τε ἱππεῖς ... ἐμάχοντο
X.
HG
7.2.12, cf. X.
Cyr
.6.3.13.