ἀντεξετάζω
I en v. act.
1 investigar a su vez
τοὺς τρόπους τοὺς ΤιμάρχουAeschin.1.8,
ἐὰν γὰρ ἀντεξετάσῃς ... οἷα πρότερον ἦν πρὸ τῆς πόλεωςAps.p.247,
τὸν ἐκείνου βίονLuc.Eun.5
•preguntar a su vez Hsch.
•examinar a su vez en v. pas.
τί που θερμόνGal.18.(1).229.
2 comparar
λόγουςLuc.Herm.30
•c. el término de compar.: c. dat.
ἀλλήλοιςThem.in Ph.53.20, cf. Lib.Or.1.6, en v. pas.
αἰῶνιPh.2.45,
τοῖς ... Λακεδαιμονίοις ἢ τοῖς ἈθηναίοιςD.Chr.31.126
•c. πρός c. ac.
μὴ στρατιωτικοῦ λόγον ἀνδρὸς ἀντεξετάζειν πρὸς δεινότητα ῥήτοροςPlu.Caes.3,
τὸν Πηλέως πρὸς ἝκτοραAphth.Prog.10 (p.32), en v. pas.
πρὸς ἀληθινὴν καὶ ἐμβριθῆ φιλίανPlu.2.65b
•c. παρά c. ac. en v. pas.
παρὰ τὴν Ἐπαμεινώνδου στρατηγίανPlu.Tim.36
•c. πρός c. dat.
πρὸς τούτῳArr.Epict.2.18.21.
II en v. med.
1 medirse con, luchar con
στρατηγοῖς τε τοῖς συνετωτάτοιςLuc.DMort.12.2
•fig.
τῇ νόσῳLuc.Abd.16.
2 disputar legalmente
μοι ... ἐπὶ τοῖς ὅπλοιςconmigo en el asunto de las armas Luc.DMort.29.1.