ἀνταποκρίνομαι
1 en gener. responder abs.
κατὰ πρόσωπόν μου ἀνταπεκρίθηLXX Ib.16.8, en v. pas.
ἀνταπορούμενοι ... ὑπὸ σοῦ ... ἀνταποκρίνονταιEpiph.Const.Haer.64.67 (p.509.26)
•c. dat.
πάλιν ἀνταπεκρίνατο αὐτοῖςIust.Phil.Apol.17.2,
ἀνταποκρινομένου τοῦ Πνεύματος αὐτοῖςMeth.Symp.10.3 (p.125.20)
•c. πρός c. ac.
καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἀνταποκριθῆναι πρὸς ταῦταEu.Luc.14.6,
σοφαὶ ἀρχουσῶν αὐτῆς ἀνταπεκρίναντο πρὸς αὐτήνLXX Id.5.29
•c. ὅτι:
ἡ δὲ Ἐκκλησία ἀνταπεκρίνατο ὅτιLeont.Byz.M.86.1233A,
κἀκείνου πάλιν ἀνταποκρινομένου ὅτιEpiph.Const.Haer.30.21 (p.361.27), cf. A.Barth.2
•plantar cara c. dat.
τῷ ΘεῷEp.Rom.9.20.
2 c. refl. corresponderse c. dat.
αὐτὴ ... ἑαυτῇ ἀνταποκρινεῖταιNicom.Ar.1.8.11,
αἵτινες ἀνταποκρινοῦνται ἀλλήλαιςNicom.Ar.1.8.10.