< ἀνταποκατάστασις
ἀνταποκρίνομαι >
ἀνταποκαταστατικός
,
-ή, -όν
que está en posición contraria a la
ἀποκατάστασις
:
σελήνη
Max.
Epit
.p.80, Heph.Astr.
Epit
.4.102.4.