< ἀντανίσχω
ἀντανίσωσις >
ἀντανίσωμα
,
-ματος, τό
sustituto
,
equivalente
ὥστε ἀ. τὴν τούτων πρόσοδον γενέσθαι πλήθους τῶν ἀπολωλότων
I.
AI
18.367.