< ἀντανίστημι
ἀντανίσωμα >
ἀντανίσχω
1
salir a su vez
la luna, Basil.M.29.124D, cf. Zonar.218.
2
corresponderse
κάλλει δὲ κάλλος
Gr.Naz.M.37.1068A.