ἀντανατέλλω


1 astrol. c. gen. surgir en oposición οἱ δ]ὲ γ̅ ἀστέρες ἀντ[αν]ατέλλοντ[ε]ς ... τοῦ ἡλίου PMich.149.11.5 (II d.C.).

2 fig. c. dat. surgir en vez de πόνῳ γὰρ λήγοντι πόνος νέος ἀντανατέλλει Isid.Pel.Ep.M.78.828B.