< ἀντανατέλλω
ἀνταναφέρω >
ἀντανατρέχω
volver a su posición habitual
de la piel del prepucio
ἵνα ... ἀντανατρέχον τὸ δέρμα καλύψῃ τὴν διαίρεσιν
Paul.Aeg.6.60.4.