ἀνταναιρετικός, -ή, -όν


1 que hace balance, fig. que modera, moderadora εἶναι λέγουσιν ... εὐλογιστίαν δὲ ἐπιστήμην ἀνταναιρετικήν Chrysipp.Stoic.3.64.

2 que hace desaparecer c. gen. τοῦτο αὐτοῖς τοῦ θείου φόβου ἀνταναιρετικὸν φάρμακον Leont.Byz.M.86.1369A.