< ἀνοχαίου·
ἀνόχευτος >
ἀνοχεύς
,
-έως, ὁ
que sostiene
c. gen. obj.
τοὺς ὑμένας τοὺς ἀνοχῆας τῶν ἐντέρων
Aret.
SA
2.6.1.