< ἀνορθιάζω
ἄνορθος >
ἀνορθοπεριπατητικός
,
-ή, -όν
que anda erguido
fig.
τὸ ἐντελὲς ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου
Ath.Al.M.28.533C.