< ἀνορέω
ἀνορθοπεριπατητικός >
ἀνορθιάζω
1
gritar
,
chillar
ταῦτα τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη
And.
Myst
.29.
2
aguzar
τὰ ὦτα
Ph.2.188, en v. med.
(ἀκοάς τε καὶ ὄψεις)
Ph.1.381.