< ἀνομογενής
ἀνομοειδής >
ἀνομοείδεια
,
-ας, ἡ
gram.
falta de concordancia
ἡ γὰρ ἀ. γενικὴν ἀπῄτησε τὴν αὐτῶν
A.D.
Pron
.101.22.