< ἀνομοείδεια
ἀνομόζηλος >
ἀνομοειδής
,
-ές
1
diferente en especie
σῶμα
Plot.4.3.2,
πρόοδος
Dam.
Pr
.34
•
subst., Iambl.
Myst
.1.19.
2
adv. -ῶς
específicamente diferente
Dam.
Pr
.37.