< ἄνομβρος
ἀνομέω >
ἀνομβρόω
manar
,
fluir
fig.
ὁ θεοῦ λόγος
Eus.
LC
12
•
en v. pas.
λόγοι ... ἐξ ἁγίου Πνεύματος ἀνωμβρωμένοι
Eus.M.24.184A.