< ἀνομβρητικός
ἄνομβρος >
ἀνομβρία
,
-ας, ἡ
falta de lluvia
οὔτε ὄμβρος οὔτε ἀ.
Antipho Soph.B 60
•
en gener.
sequía
Arist.
HA
606
b
20, D.S.1.29, I.
AI
8.320, Ph.2.383, Heph.Astr.1.23.22.