< ἀνομβρήεις
ἀνομβρία >
ἀνομβρητικός
,
-ή, -όν
que se vierte
,
que fluye de
fig.
ὁ Πατὴρ ... ἀνομβρητικὸς πνεύματος ἁγίου
Epiph.Const.
Haer
.76.25 (p.372.21).