< ἀνοίκειος
ἀνοικείωτος >
ἀνοικειότης
,
-ητος, ἡ
1
falta de conexión
Iambl.
Myst
.1.4
•
falta de familiaridad
Synes.
Ep
.55, 84.
2
ineptitud
πρὸς τὸ προκείμενον τέλος
Eustr.
in EN
364.18.