< ἀνθαμιλλάω
Ἀνθάνα >
ἀνθάμιλλος
,
-ου, ὁ
• Prosodia:
[-ᾰ-]
rival
τοῖς ἀνθαμίλλοις εἰσὶ πολεμιώτατοι
E.
Io
606, cf. Lyc.429.