ἀνθαμιλλάω
rivalizar
δολοπλοκίῃσιν ἀνθαμιλλεῦντεςHp.Ep.17 (p.368)
•en v. med. rivalizar en velocidad de unas trirremes, X.HG 6.2.28, cf. Luc.Im.15
•part. subst. οἱ ἀνθαμιλλώμενοι los rivales Pl.Lg.731a.
δολοπλοκίῃσιν ἀνθαμιλλεῦντεςHp.Ep.17 (p.368)