ἀνθυπακούω
1 escuchar a su vez
τῶν γὰρ ἀκούειν ἐγνωκότων ἀνθρώπων ἀνθυπακούειν οἱ κρείττους ἐγνώκασινNicol.Prog.6.10 en Rh.1.314W.
2 mat. corresponder a c. dat.
τὸ ἀνθυπακοῦον τῷ ἴσῳNicom.Ar.1.17.5,
ὁ ἀνθυπακούων τῷ ἐπιτρίτῳNicom.Ar.1.19.5,
αἱ εἰδικαὶ ταῖς εἰδικαῖς ἀνθυπακούσονταιNicom.Ar.1.21.3,
μόνη ἡ αὐτὴ παρωνύμως ἀνθυπήκουεν αὐτῇIambl.in Nic.p.21.