< ἀνθυπάγω
ἀνθυπακούω >
ἀνθυπαγωγή
,
-ῆς, ἡ
gram.
respuesta
αἱ ἀνθυπαγωγαὶ ὀνοματικαὶ γίνονται
A.D.
Synt
.19.12.