< ἀνθρωποφθόρος
ἀνθρωποφυής >
ἀνθρωποφόρος
,
-ον
que lleva un hombre
op. θεοφόρος:
μὴ σάρκα θεοφόρον, ἀλλὰ Θεὸν ἀνθρωποφόρον
Gr.Naz.M.37.200C, cf. Leont.H.
Nest
.M.86.1753B.