< ἀνθρωποφανής
ἀνθρωποφόρος >
ἀνθρωποφθόρος
,
-ον
destructor de hombres
epít. de Ares,
glos. a βροτολοιγός
EM
214.57G., Hsch.s.u.
βροτολοιγέ
.