ἀνθρακιά, -ᾶς, ἡ
• Alolema(s): jón., ép. -ιή, -ής y -ίη, -ίης Il.9.213, Hp.Nat.Mul.61
1 ascuas, carbones encendidos, rescoldo
ἀνθρακιὴν στορέσαςIl.l.c.,
δοιὰ βοῶν θερμὰ πρὸς ἀνθρακιὰν στέψανPi.Fr.168.2,
ὑποθεὶς ἀνθρακίηνHp.l.c.,
ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ ἀνθρακιᾶς ἄποasadas y cocidas a la brasa (carnes), E.Cyc.358,
σοῦ τῆς ἀνθρακιᾶς ἀπολαύειse aprovecha de tu fuego Ar.Eq.780,
ἀνθρακιὰν πεποιηκότεςhabiendo encendido un fuego de carbón, Eu.Io.18.18, cf. LXX 4Ma.9.20, PMag.4.2468,
ἐπ' ἀνθρακιῇ δὲ τανύσσας σπλάγχναNonn.D.5.23, cf. AP 6.105 (Apollonid.).
2 fig. hoguera, llama del amor
ἀλλά με πυρσοὶ ἄρσενος ... θῆκαν ἐπ' ἀνθρακιῇAP 12.17, cf. 166 (Asclep.),
Κύπριδος ἀ.AP 5.211 (Posidipp.Epigr.).