< ἀνθρακεύω
ἀνθρακιά >
ἀνθρακηρός
,
-ά, -όν
relativo al carbón
τὰ μέτρα
ID
509.40 (III a.C.)
•
subst. οἱ ἀνθρακηροί
los carboneros
Alex.208.