ἀνθρακεύω


1 carbonear Thphr.HP 9.3.1, Poll.7.146, τὰ ἀνθρακευόμενα carbón Antig.Mir.136.

2 hacer arder πυρὶ ... τὰς μυσαρὰς γυναῖκας Ar.Lys.340.