< ἀνθρακεία
ἀνθρακευτής >
ἀνθρακεύς
,
-έως, ὁ
carbonero
Men.
Epit
.257, Cic.
Att
.383.1 (var.), Aesop.29, App.
BC
4.40, Them.
Or
.21.245a,
τεχνίτης ἀ.
Poll.7.110.