< ἀνθρακάριος
ἀνθρακεύς >
ἀνθρακεία
,
-ας, ἡ
carboneo
τὰ ξύλα ... μοχθηρὰ δὲ καὶ εἰς καῦσιν καὶ εἰς ἀνθρακείαν
Thphr.
HP
3.8.7.