ἀνηκουστέω
• Morfología: [impf. jón. ἀνηκούστεε Hdt.1.115]
no prestar oído a, desobedecer c. gen.
οὐδ' ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησεν ἈπόλλωνIl.15.236, 16.676,
τῶν πατρὸς λόγωνA.Pr.40,
αὐτών (τῶν νόμων)Th.1.84,
ἂν οἱ ναῦται τῶν κυβερνητῶν ἀνηκουστῶσιD.C.41.33.3
•c. dat.
τοῖσι στρατηγοῖσιHdt.6.14
•abs. Hdt.1.115, Aen.Tact.10.3.